Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Στα άδυτα οκτώ ιερών του ελληνισμού


Το νέο βιβλίο του πρώην υφυπουργού Γιώργου Κατσιμπάρη θα προλογίσει ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, επίσης το έχουν στα χέρια τους, για να ετοιμάσουν και αυτοί τους δικούς τους προλόγους, καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Υπουργός της Κυβέρνησης.

Κατά την παρουσίαση του βιβλίου, που υπολογίζεται να γίνει πριν από το Πάσχα – πιθανότατα στο Μέγαρο Μουσικής – θα μιλήσουν επίσης η Γενική Γραμματέας Πολιτισμού κυρία Λίνα Μενδώνη, ο δημοσιογράφος Σεραφείμ Φυντανίδης και η έφορος αρχαιοτήτων Βοιωτίας κυρία Αλεξάνδρα Χαραμή-Μάμαλη. Χαιρετισμούς θα απευθύνουν στελέχη της αυτοδιοίκησης και του συνδικαλισμού, από την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και τη Βοιωτία.

Το ¨Εισαγωγικό Σημείωμα¨ του βιβλίου – που θα έχει τη μορφή ¨Λευκώματος¨, θα αποτελείται από 350 μεγάλες σελίδες και θα περιλαμβάνει 60 σπάνιες εικόνες – τελικά διαμορφώθηκε ως εξής:

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Α΄

Είναι δεδομένη η εσωτερική παρόρμηση που θα αισθανθεί, ιδιαίτερα σήμερα, όποιος αποφασίσει να γράφει ένα βιβλίο, και τούτο διότι θα θελήσει να καθρεφτίσει έστω και λίγες πτυχές της τρέχουσας επικαιρότητας. Αυτό, όμως, ενέχει μεγάλο ρίσκο διότι – με δεδομένο ότι η επικαιρότητα εξελίσσεται διαρκώς, και μερικές φορές ραγδαία – μπορεί να τον ¨οδηγήσει¨ σε λάθη. Ορισμένοι συγγραφείς για να μην εκτεθούν έχουν αναγκαστεί, διαπιστώνοντας ότι η συγκυρία άλλαξε, να αποσύρουν βιβλία τους λίγο πριν τυπωθούν. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι, ιδιαίτερα σε περίοδο μεγάλης αναστάτωσης – όπως τούτη που βιώνει σήμερα η Ελλάδα, και σχεδόν ολόκληρη η Ευρώπη – εκείνος που θα ανοίξει τον υπολογιστή του για να γράψει, θα ψάξει να βρει τρόπους ώστε να πει κάποια πράγματα για την, γεμάτη οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις επικαιρότητα, έστω και αν δεν είναι οικονομολόγος, οπότε το ρίσκο θα είναι μεγαλύτερο. Και το πρώτο που θα σκεφτεί και θα βρει τον τρόπο να το εκφράσει, είναι πως την Ευρώπη δεν πρέπει να τη βλέπουμε μέσα από το πρίσμα του ¨Ευρώ¨ αλλά των πολιτισμών των λαών της. Και μεταξύ αυτών πρωτεύουσα θέση κατέχουν οι πολιτισμοί των Ελλήνων: ο μινωμυκηναϊκός, ο κλασικός και εκείνος που, χάρη στην αγάπη πολιτών και ηγετών στην ορθοδοξία, γιγάντωσε το Βυζάντιο, κυρίως κατά την περίοδο του 6ου και του 7ου μεταχριστιανικού αιώνα, έτσι που αυτό έγινε ανάχωμα στις επιδιώξεις λαών περσικής και μογγολικής καταγωγής, οι οποίοι επιδίωκαν να κατακτήσουν όχι μόνο το ίδιο αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη.

Γράφει για τούτο το θέμα ο J.J. Norwich στο βιβλίο του ¨Σύντομη Ιστορία του Βυζαντίου: «Αν δεν υπήρχε το Βυζάντιο, αυτό το οχυρό της χριστιανοσύνης, ποια τύχη θα είχε η Ευρώπη ενάντια στις στρατιές του βασιλιά της Περσίας των 6ο αιώνα ή σε αυτές του χαλίφη της Βαγδάτης τον 7ο αιώνα; Ποια γλώσσα θα μιλούσαμε σήμερα και ποιόν Θεό θα λατρεύαμε;».

Σημείωσα τα παραπάνω γιατί – ¨υποκύπτοντας¨ στον πειρασμό της επικαιρότητας – βεβαιώθηκα ότι με τα διαχρονικής αξίας μηνύματα που συγκέντρωσα και καταγράφω σε τούτο το βιβλίο, αξιοποιώντας ως πηγές πολιτισμικές και θρησκευτικές δραστηριότητες οκτώ από τους πιο σημαντικούς τόπους λατρείας των Ελλήνων, θα μπορέσω να προσφέρω και στον αγώνα εκείνων που παλεύουν να πείσουν κάποιους εκτός, αλλά και εντός Ελλάδας, ότι Ευρωπαϊκή Ένωση και Ο.Ν.Ε., δεν έχουν λόγο ύπαρξης χωρίς την Ελλάδα, και το αντίστροφο.

Β΄

Το βιβλίο αυτό, επίσης, το έγραψα για να θέσω σε δημόσιο διάλογο μια μεγάλης αξίας, αναξιοποίητη όμως πτυχή του ελληνικού πολιτισμού, η οποία αναπτύχθηκε στη σκιά μυθολογικών αλλά και ιστορικών γεγονότων που έχουν σχέση με τον τρόπο θρησκευτικής έκφρασης των Ελλήνων, σε μια πορεία τεσσάρων χιλιετιών. Μάλιστα την αρχική απόφαση την πήρα όταν πρόσεξα καλύτερα την πρωτοποριακή ανάλυση της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου τουHarvard, Emily Vermeule – στο έργο της ¨Ελλάς Εποχή του Χαλκού¨– όπου μεταξύ πολλών άλλων υποστηρίζει ότι στον αρχαίο ελληνικό κόσμο κάθε μετάβαση από μια παλιά θρησκεία, ή λατρεία, σε κάποια άλλη νεότερη, ποτέ δε γινόταν με βίαιες μεθόδους αλλά μόνο με ειρηνικά μέσα, δείγμα του υψηλού πολιτιστικού επιπέδου που είχε κατακτήσει πολύ νωρίς ο λαός αυτός.

Ειδικότερα στάθηκα στο σημείο του κειμένου της που αναφέρει τα εξής: «Οι Μυκηναίοι, κατά κάποιο τρόπο, κατάφεραν να συγχωνεύσουν το διπλό ρεύμα της Αιγαιακής λατρείας της θεάς, που ήταν σύμβολο μητέρας – γονιμότητας, με τους δικούς τους άρρενες και με ¨ειδικά καθήκοντα¨ θεούς. Προίκισαν έτσι την Κλασική Ελλάδα με μια θρησκευτική κληρονομιά, που συνδυάζει και τα δύο σε κάπως ασταθείς αναλογίες. Η συμβατική άποψη είναι ότι αυτός ο ¨ γάμος¨ ανάμεσα στη λατρεία της φύσης και τη λατρεία ουράνιων θεών, παραδόθηκε συμβολικά μέσα από ποικίλους μεταγενέστερους Ελληνικούς μύθους, οι οποίοι περιγράφουν το γάμο του Ινδοευρωπαίου Διός με τη μία ή την άλλη ισχυρή γυναικεία θεότητα ή ηρωίδα που ήταν γηγενείς εις τις Αιγαιακές ακτές ή τα νησιά».

Μεγάλοι έπαινοι, σκέφτηκα, για τους Έλληνες, διατυπωμένοι και θεμελιωμένοι επιστημονικά από την σπουδαία εκείνη καθηγήτρια του Harvard, που μάλιστα καλύπτουν συμπεριφορές αιώνων, και θέτουν με έξυπνο τρόπο το θέμα ότι οι πρώτες θεότητες των Ελλήνων ήταν γυναίκες των μητριαρχικών κοινωνιών. Είναι όμως έτσι αναρωτήθηκα; Και επειδή δεν βρήκα εύκολη και σίγουρη απάντηση άρχισα την έρευνα, καρπός της οποίας είναι τούτο το βιβλίο. Άλλωστε, λίγο πολύ, είχα προετοιμαστεί από ορισμένα ακόμη γεγονότα, τα οποία είχα καταγράψει μέσα μου, ασκώντας και την επιβαλλόμενη αυτοκριτική:

Το πρώτο σχετίζεται με το ότι – ενώ σε προηγούμενα βιβλία μου είχα αναφερθεί στον ¨ιερό γάμο¨ του Δία με την κόρη τού γενάρχη της Θήβας Κάδμου, τη Σεμέλη, μητέρα του Διονύσου ιδρυτή της ομώνυμης θρησκείας, παρόλα αυτά δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι αυτός ανήκε στην ¨ομάδα¨ των ¨ιερών γάμων¨, όπως εκείνοι των Μαντείων της Δωδώνης, των Δελφών, του ¨Τελεστηρίου¨ των Καβίρων της Βοιωτίας, της ¨Ορχήστρας¨ και του Διονυσιακού Θεάτρου της Αθήνας, για τους οποίους τώρα κάνω λόγο στα πρώτα κεφάλαια.

Ένα ακόμη γεγονός που με ενθάρρυνε να γράψω τούτο το βιβλίο – με το οποίο, πέρα από άλλα, προσπαθώ να αξιοποιήσω μύθους και θρύλους που, παρά την αχλή με την οποία έχουν περιβληθεί, καθώς βρίσκονται στη σκιά δεκάδων αιώνων, προσφέρουν πλούσιο ¨υλικό¨ γι’ αυτό – ήταν το ότι πρόσεξα μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση του νεοέλληνα φιλοσόφου Κορνήλιου Καστοριάδη, που έχει διατυπώσει στο βιβλίο του ¨Η Αρχαία Ελληνική Δημοκρατία και η σημασία της για ‘μας σήμερα¨. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή «υπάρχουν πολλές και ωραίες μυθολογίες μία όμως είναι αληθινή: η αρχαία ελληνική. Αληθινή με την έννοια ότι όλοι οι μύθοι της έχουν σημασιακό υπόβαθρο, μέσα στο οποίο κατοπτρίζεται η ίδια μας η ζωή, και κάθε ανθρώπινη ζωή».

Βέβαια, το δύσκολο εδώ ήταν να βρω το ¨σημασιακό υπόβαθρο¨ κάθε μύθου που με ενδιέφερε. Δύσκολο, γιατί όλοι σχεδόν οι μύθοι, και ιδιαίτερα οι αρχαιότεροι έχουν περάσει, κατά τη διαδρομή δεκάδων αιώνων, από την εποχή της αρχικής συγκρότησής τους, από το ¨φιλολογικό κόσκινο¨ εκατοντάδων ανθρώπων, κυρίως στιχουργών και αοιδών, και σε πολλά σημεία τους έχουν μεταλλαχθεί. Παρόλα, όμως, αυτά σκέφτηκα ότι, αφού η κεντρικοί τουλάχιστον πυρήνες των μύθων συνεχώς επαληθεύονται από τις ανακαλύψεις της αρχαιολογικής επιστήμης θα μπορούσα να υπερπηδήσω τις παραπάνω δυσκολίες. Έτσι προχώρησα και, τελικά, πιστεύω ότι κατάφερα να καθρεφτίσω το ¨σημασιακό υπόβαθρο¨ καθενός από τους μύθους εκείνους και να αντλήσω τα διαχρονικής αξίας μηνύματα με τα οποία είναι εμπλουτισμένοι. Άλλωστε, γιατί να παραβλέπω, είπα μέσα μου αυτό που έχει διδάξει ο Σωκράτης, επιμέννοντας ότι «ο δρόμος προς την αλήθεια περνάει και από την αβεβαιότητα».

Ανοίγω εδώ μια παρένθεση προκειμένου να τονίσω ένα ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός με παγκόσμια απήχηση: το ότι τόσο οι μύθοι που αναφέρονται σε αρχαιοελληνικούς θεούς, ήρωες και ηρωίδες, όσο και τα ιστορικά δρώμενα από τη γέννηση, τη διδασκαλία, τη σταύρωση, την ανάσταση και την ανάληψη του Χριστού, ενέπνευσαν εκατοντάδες, για να μην πω χιλιάδες, ξένους και Έλληνες ζωγράφους, χαράκτες και γλύπτες οι οποίοι δημιούργησαν σπάνιας αξίας καλλιτεχνήματα. Βέβαια η ¨οικονομία¨ του βιβλίου δε μου επιτρέπει να αναφέρω περισσότερα πράγματα για το πως εκείνοι αξιοποίησαν καλλιτεχνικά τους αρχαιοελληνικούς μύθους και τα δρώμενα της χριστιανικής θρησκείας. Θα τονίσω μόνο το γεγονός ότι ανάμεσα στους καλλιτέχνες που χρησιμοποίησαν ως πηγές έμπνευσή τους τα παραπάνω ¨υλικά¨, συγκαταλέγονται ζωγράφοι με παγκόσμια αναγνώριση όπως είναι ο Ρούμπενς, ο Ραφαήλ, ο Ρέπραντ, ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος (Ελ Γκρέκο), ο Φασιανός, ο Τσαρούχης και άλλοι, έργα των οποίων παραθέτω σε τούτο το ¨Εισαγωγικό Σημείωμα¨, κυρίως όμως στα κεφάλαια, το περιεχόμενο των οποίων έχει σχέση με αυτά.

Γ΄

Ένας ακόμη λόγος που με ώθησε να γράψω αυτό το βιβλίο έχει σχέση με ορισμένες βιώματα που είχα από τα σχολικά μου χρόνια. Εννοώ, συγκεκριμένα, δύο υποσυνείδητες καταστάσεις που ήταν ¨καταχωνιασμένες¨ στα βάθη της ψυχής μου, και μάλιστα είναι διαφορετικές μεταξύ τους. Η πρώτη σχετίζεται με το γεγονός ότι στην κυριολεξία μεγάλωσα ανάμεσα σε αρχαιότητες της επτάπυλης Θήβας, εμπλουτισμένες με σπουδαίους θρύλους και μύθους. Τους πασίγνωστους αυτούς χώρους αναφέρω επιγραμματικά: Βορραίες Πύλες και αντίκρυ ο άβατος (σύμφωνα με όσα ιστορεί και ο Παυσανίας) λόχος γνωστός ως ¨Αμφείο¨, όπου έχει ανασκαφεί ¨Βαθμιδωτή Πυραμίδα σαν τις αιγυπτιακές¨, η οποία περιέβαλλε τον κιβωτόσχημο βασιλικό τάφο του Αμφίονα και του Ζήθου, ¨Σύρμα Αντιγόνης¨ (όπου μυθολογείται ότι η ηρωίδα είχε θάψει στη θέση αυτή τον αδερφό της Πολυνείκη και είχε έρθει σε σύγκρουση με το βασιλιά τη Θήβας Κρέοντα, γεγονός που στοίχισε τη ζωή της), ¨Πηγή Δίρκης¨, τάφοι του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, Καδμείο Ανάκτορο, αρχαία πύλη Ηλέκτρας, ¨Θάλαμος¨ της Σεμέλης, Οιδιπόδεια Κρήνη, λόφος μαντείου Ισμηνίου Απόλλωνα, τόπος του μαρτυρικού θανάτου (με απαγχονισμό από τους Ρωμαίους) του ευαγγελιστή Λουκά. Πρόκειται για μνημεία – ορισμένα από τα οποία – χάρη στις τραγωδίες ¨Βάκχες¨ του Ευριπίδη και ¨Αντιγόνη¨ του Σοφοκλή, τονίζουν τους αγώνες των ανθρώπων, και ιδιαίτερα των γυναικών, να σπάσουν τα δεσμά μιας εξουσίας που τότε κατέπνιγε τα πάντα.

Η δεύτερη βιωματική μου παρόρμηση έχει να κάνει με την αποστροφή που αισθανόμουν όταν διάβαζα ή μάθαινα για τις εγκληματικές συμπεριφορές ορισμένων κορυφαίων θρησκευτικών καθοδηγητών αλλά και πολιτικών ηγετών, σε φάσεις μετάβασης από τη μία θρησκεία στην άλλη. Εγκληματικές συμπεριφορές που βλέπουμε να επαναλαμβάνονται ακόμη και σήμερα από φονταμενταλιστές μουσουλμάνους, σαφαλιστές και πολλούς άλλους φανατισμένους που στρέφονται εναντίον χριστιανών, όπως συνέβη πρόσφατα στην Αίγυπτο, την Κωνσταντινούπολη και στη Συρία. Εννοώ συγκεκριμένα:
τους άγριους και μαζικούς διωγμούς, που είχαν οργανώσει Ρωμαίοι αυτοκράτορες των δύο πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, προκειμένου να καταπνίξουν τη νέα τότε θρησκεία, τη χριστιανική,
την ¨Ιερά Εξέταση¨, επινόηση των δυτικών του Μεσαίωνα και τα φρικτά, μέχρι θανάτου, βασανιστήρια που επιβάλλονταν από αυτή σε κάθε αντιφρονούντα,
τις οκτώ Σταυροφορίες, που είχαν οργανωθεί με πρωτοβουλίες των παπών, από Ευρωπαίους ηγεμόνες, οι οποίες ναι μεν μπορεί να ξεκινούσαν με πρόσχημα την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Σελτζούκους Τούρκους, αλλά στην πορεία εξελίσσονταν σε επιδρομές κουρσάρων. Επιδρομές που κορυφώθηκαν κατά την 4η Σταυροφορία του 1204, οπότε και συνέβη η πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Ενετούς, γεγονός που προκάλεσε τραγικές συνέπειες στον χριστιανισμό, και τον ελληνισμό γενικότερα, δεδομένου ότι η, έστω και για μερικές δεκαετίες κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας κατέρριψε το μύθο της

ακατανίκητης πόλης και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατάκτηση από τους Τούρκους του Βυζαντίου, το 1453.

Δ΄

Επειδή στα δύο πρώτα κεφάλαια αναφέρομαι σε μαντεία τα οποία ορισμένοι επιμένουν να τα υποβαθμίζουν, θεώρησα σκόπιμο να κάνω αναφορά στο έργο του Robert Flaceliere, έτσι ώστε να φανεί το που ακριβώς βρίσκεται η αλήθεια, γνωρίζοντας ότι ο σπουδαίος εκείνος μελετητής σχολιάζει θετικά, στο βιβλίο του που έχει τίτλο «Μάντεις και Μαντεία στην Αρχαία Ελλάδα», τα όσα είχε γράψει ο Ρωμαίος ρήτορας και πολιτικός Κικέρωνας, στην πραγματεία του ¨Περί Μαντικής¨.

Σημειώνει μεταξύ άλλων ο Κικέρων, όπως μας θυμίζει ο Flaceliere: «Η μαντική είναι μια παλιά πίστις, η οποία ανέρχεται μέχρι των ηρωικών χρόνων. Τούτο επιβεβαιώνεται από τη γενική αντίληψη του ρωμαϊκού λαού, καθώς και όλων των λαών, ότι υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους μια κάποια ικανότητα του μαντεύειν. Οι Έλληνες», συνεχίζει ο Κικέρων, «την ονόμασαν ¨μαντικήν¨, δηλαδή προαίσθηση και γνώση των μελλόντων, γνώση υψηλή και σωτήρια, δια της οποίας η ανθρώπινη φύση πλησιάζει πολύ τη θεία δύναμη. Στο σημείο αυτό, όμως, όπως και σε άλλα πράγματα, εμείς οι Ρωμαίοι έχουμε επιτύχει περισσότερα από τους Έλληνες. Δώσαμε σε αυτή την υπέροχη ικανότητα ένα όνομα συνδεόμενο ετυμολογικώς με τη λέξη θεότης, και την ονομάσαμε divination».

Βέβαια, ο Κικέρωνας είχε παραβλέψει εδώ, αν δεν είχε προσποιειθεί πως δε γνώριζε, ότι τα ελληνικά μαντεία δεν λειτουργούσαν μόνο ως κέντρα προσέλευσης πιστών για να τους δίνουν κάποιους χρησμούς. Είχε προβλέψει ότι τα μαντεία συνεχώς εκσυγχρονίζονταν, με πρώτο εκείνο του Απόλλωνα των Δελφών, όπου – καθώς θα δούμε στο 2οκεφάλαιο – πέρα από τη διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων, δίνονταν μέσω της Πυθίας και συμβουλές με καθαρά πολιτικό περιεχόμενο. Συμβουλές που είχαν ιδεολογικό υπόβαθρο ενώ κάποιες άλλες ήταν οιονεί ¨ιατρικές συνταγές¨ για την αντιμετώπιση ασθενειών. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο γιός του θεού μάντη Απόλλωνα, ο Ασκληπιός, λατρευόταν σαν ο θεός της ιατρικής, έχοντας ονομαστά θεραπευτήρια στην Επίδαυρο, δίπλα στο Αρχαίο Θέατρο, την Αθήνα, την Τροιζήνα, την Κόρινθο, την Πέργαμο της Μ. Ασίας, πιθανότατα και στους Δελφούς.

Ε΄

Από τα δεκάδες μαντεία του αρχαιοελληνικού κόσμου το σπουδαιότερο και πιο αντιπροσωπευτικό, χωρίς αμφιβολία, ήταν του Απόλλωνα των Δελφών, και το αρχαιότερο εκείνο του Δία στη Δωδώνη, από το οποίο και άρχισα την έρευνά μου. Μια έρευνα που, θα το επαναλάβω, κύριο σκοπό έχει να καταγράψει τα σημαντικότερα από τα διαχρονικής αξίας μηνύματα τα οποία εκπέμπονται από τα πιο πάνω μαντεία, όπως επίσης και από το ¨Τελεστήριο¨ των Καβίρων της Βοιωτίας, το ¨Θάλαμο¨ της Σεμέλης του Καδμείου Ανακτόρου της Θήβας και την ¨Ορχήστρα¨ του Διονυσιακού Θεάτρου της Αθήνας.

ΣΤ΄

Από τους όψιμους ελληνιστικούς χρόνους, όμως, και κυρίως από την περίοδο της ανάδειξης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και μετά, τα παραπάνω ιερά, χρόνο με το χρόνο, έπαψαν να ενδιαφέρουν τις κοινωνίες και αυτό γιατί ο νεαρός τότε Ιωσήφ, μετέπειτα αρραβωνιαστικός της Θεοτόκου, είδε και διηγήθηκε το όνειρό του. Ένα όνειρο που γρήγορα έγινε πράξη με τη γέννηση του Ιησού και την ίδρυση της χριστιανικής θρησκείας. Μιας θρησκείας η οποία, άλλαξε τη ροή των γεγονότων στην παγκόσμια ιστορία και, παράλληλα, ¨μας έδωσε¨ χιλιάδες καλλιτεχνήματα, υπέροχα μοναστήρια και ναούς. Από αυτά ξεχώρισα τη Μονή του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου της Πάτμου, την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης και τη μεγαλόπρεπη Εκκλησία της Κοίμησης της Παναγίας της Τήνου, και από εκείνα άντλησα το απαραίτητο ¨υλικό¨ για να γράψω τα τρία τελευταία κεφάλαια του βιβλίου.