Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Οι ιστορίες του Αλέξη και του Γιάννη-Των 2 Βοιωτών που ακόμα αγνοούνται


Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής που ήθελε να έχει μεγάλη οικογένεια

Με καταγωγή από τη Θήβα ο Αλέξανδρος Κουφογιώργης στα 55 του χρόνια καυχιόταν ότι είχε πετύχει στη ζωή του ό,τι ονειρευόταν από μικρός. Από τις αταξίες των παιδικών του χρόνων, στις αλάνες και τα γήπεδα, αργότερα στην εφηβεία του ήταν το καμάρι της οικογένειάς του αλλά και ολόκληρης της Θήβας. Ποδοσφαιριστής θα γινόταν επαγγελματίας αλλά μάλλον δεν το θέλησε πραγματικά ποτέ και ο ίδιος διότι προτίμησε να ζήσει μία περισσότερο φυσιολογική ζωή στη Θήβα με τη γυναίκα του και βέβαια τα 4 παιδιά που απόκτησαν, όπως συνήθιζε να λέει αφού του άρεσε η ιδέα να έχει πολλά παιδιά, το θεωρούσε τύχη, χαρά, ευλογία.

Ο Αλέκος, όπως τον φωνάζουν στη Θήβα, είναι και παππούς και μάλιστα όπως μας λέει ο γαμπρός του μάλλον τα εγγόνια του θα πάρουν το μικρόβιο του αθλητισμού και δη του ποδοσφαίρου από εκείνον. «Ο πεθερός μου είναι ένας συναρπαστικός άνθρωπος, το λέω αυθόρμητα έτσι όπως το ζω, το βιώνω καθημερινά όλα αυτά τα χρόνια που τον ξέρω. Πάντα εργαζόταν σκληρά, έλειπε πάντα στην περίοδο των γιορτών, μας έλειπε το ήξερε αλλά όπως μας έλεγε σημασία έχει το να περνάμε όλοι καλά έστω και τις λιγοστές φορές που έχουμε την ευκαιρία να μαζευόμαστε όλοι μαζί ως οικογένεια. Πατέρας με την ουσιαστική σημασία της λέξης, πάντα προτεραιότητά του τα παιδιά του. Άνθρωπος του μόχθου, με χιλιάδες χιλιόμετρα να έχει καταγράψει, δεν γκρίνιαζε ποτέ, αλλά ποτέ σας λέω, ούτε άκουγες από τα χείλη του αχ κουρασμένος είμαι. Από όταν δε έγινε και παππούς έχει αφοσιωθεί εντελώς στα εγγόνια του, δεν υπάρχει τίποτα άλλο για εκείνον. Θέλει μάλλον να χαρίσει διάδοχο στην ομάδα ποδοσφαίρου της Θήβας και να κάνει τον εγγονό του ποδοσφαιριστή, όλοι άλλωστε τον αγαπάνε εδώ, όλοι το ξέρουν είναι παλαίμαχος ποδοσφαιριστής του Ιωνικού Αστέρα, το σέβονται και βέβαια όλοι γνωρίζουν το πάθος του για τη μπάλα», σημειώνει ο γαμπρός του. Θυμάται την τελευταία φορά που τον είδε λίγο πριν το ταξίδι του και του είχε πει άντε μήπως τα πράγματα είναι καλύτερα και του χρόνου κάνουμε επιτέλους όλοι μαζί γιορτές. «Η πεθερά μου είναι σε άθλια κατάσταση, πώς να μην είναι. Μου είπε ότι εκείνη την ημέρα, τη φίλησε πριν φύγει, της είπε άιντε ένα ακόμη ταξίδι και σε λίγες μέρες πάλι μαζί θα είμαστε γυναίκα. Της υποσχέθηκε ότι μόλις έφτανε θα της τηλεφωνούσε πάντα το έκανε έτσι και αλλιώς. Το τηλέφωνο όμως δεν χτύπησε ποτέ… Προσπαθήσαμε όλες αυτές τις ημέρες αλλά δεν καταφέραμε να μιλήσουμε ποτέ μαζί του. Στο σπίτι αυτή τη στιγμή τι να σου πω… Υπάρχει μία απέραντη σιωπή, δάκρυα, αγωνία… Κανείς δεν θέλει να πιστέψει ότι έχει γίνει κάτι κακό… Οι μέρες περνούν όμως και δεν έχουμε κανένα νέο… Τι να πω… Τα παιδιά ψάχνουν τον πατέρα τους, η γυναίκα μου, η κόρη του κοντεύει να τρελαθεί, μας στηρίζει ο κόσμος αλλά τι να πεις στη έρμη την πεθερά μου που κρατά τη φωτογραφία του γάμου της με τον πεθερό μου αγκαλιά και κλαίει μόνη της σε μια γωνιά.. Μακάρι, μακάρι να γίνει ένα θαύμα και να βρεθεί», καταλήγει συγκινημένος ο γαμπρός του Αλέξανδρου Κουφογιώργη.

Ο «γίγαντας» με την καλή καρδιά

Ο 49χρονος Γιάννης Σοφός από τη Βοιωτία είναι ένας ακόμη από τους επιβάτες του πλοίου του θανάτου που αγνοείται μέχρι και αυτή τη στιγμή. Ο Γιάννης εργάζεται από πιτσιρικάς σε εταιρεία που έχει φορτηγά ψυγεία και ως εκ τούτου έχει κάνει πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα με το φορτηγό, κάτω από σκληρές, πολλές φορές, απάνθρωπες συνθήκες όπως σημειώνει ο ανιψιός του Γιώργος με νόημα. «Ο θείος μου είναι ένας πολύ ξεχωριστός άνθρωπος, φαντάσου ότι το μόνο πράγμα που τον ενδιέφερε από πολύ μικρός ήταν να κάνει οικογένεια, δεν είχε στο νου του χρήματα, ανέσεις, πολυτέλειες για τον εαυτό του διότι από μικρός ήταν στο μεροκάματο, κουράστηκε πολύ στη ζωή του, ήταν σκληρός πάντα στη δουλειά του αλλά όλα αυτά τελείωναν όταν συναντούσε την οικογένειά του, τη γυναίκα και τα τρία του παιδιά. Νύχτα μέρα, χειμώνα καλοκαίρι στο τιμόνι. Γίγαντα τον φωνάζουμε όλοι επειδή είναι ογκώδης αλλά τι γίγαντας ε; Με καρδιά παιδιού. Να το βλέπει κανείς να παίζει με τόσο λαχτάρα με τα παιδιά του και να τρελαίνεται. Είναι μία εικόνα που μου έχει κάνει τόσο πολύ εντύπωση, ρε παιδί μου λες ότι ο άνθρωπος αυτός τόσο πολύ κουράζεται γυρνώντας ας πούμε από ένα πολυήμερο ταξίδι και μόλις βλέπει την οικογένειά του δεν υπάρχει ούτε γκρίνια, ούτε κούραση, ούτε τίποτα». Στο δρομολόγιο αυτό όμως μας λέει ο ανιψιός του Γιάννη Σοφού εκείνος δεν ήθελε να πάει διότι ήταν αποφασισμένος να κάνει το χατίρι στο μικρότερο παιδί του που του είχε ζητήσει να κάνουν μαζί γιορτές γιατί του έλειπε πολύ. «Ο Γιάννης νομίζω ότι αν μπορούσε και τον έπαιρνε οικονομικά δεν θα πήγαινε, ήθελε πολύ αυτά τα Χριστούγεννα να είναι με την οικογένειά του, τι νομίζεις -μου έλεγε συχνά- τι να τα κάνω τα χρήματα, να τα μαζεύω για ποιο λόγο; Σημασία έχει τα χρήματα να πιάνουν τόπο, δεν θέλω να λείπει τίποτα από τα παιδιά μου, για αυτό είναι οι γονείς, να δουλεύουν και να προσφέρουν ό,τι μπορούν, την ίδια τους τη ζωή στα παιδιά τους», θα πει συγκινημένος ο ανιψιός του Γιώργος. Θα θυμηθεί την τελευταία φορά που μίλησε με το θείο του λίγο μετά τη φωτιά στο πλοίο: «Φυσικά και φοβήθηκε, το καταλάβαινα στη φωνή του, δηλαδή πώς μπορείς να είσαι ψύχραιμος όταν είσαι λογικός και καταλαβαίνεις ότι κινδυνεύει άμεσα η ζωή σου; Μου έλεγε με σπασμένη φωνή, πρόσεχε τα παιδιά, μη μάθουν τι γίνεται, πρόσεχε τα παιδιά μη στενοχωριούνται, όλα καλά θα πάνε, στο τέλος, να σιγά σιγά αρχίσανε να στέλνουν σωστικά συνεργεία. Λίγη ώρα μετά προσπάθησα να πάρω ξανά τηλέφωνο γιατί η θεία μου με την οποία επικοινωνούσα κάθε τρία λεπτά μου είπε ότι το τηλέφωνό του είναι κλειστό. Της είχε πει στην τελευταία του επικοινωνία, ότι την αγαπά πολύ και αυτή και τα παιδιά και πως όλα θα πάνε καλά και να μην ανησυχεί. Τέτοιος άνθρωπος είναι ο θείος μου μπορεί να του συμβαίνει κάτι κακό και αυτός έχει την έννοια των άλλων, εν προκειμένω της οικογένειάς του να μην στενοχωρηθούν, τι να σου λέω… Στην αρχή τρόμαξα, μετά είπα λογικό δεν θα έχει μπαταρία. Μετά από ώρες πήρα κάποιον συνάδελφό του που γνωρίζονταν, το ρωτούσα αν τον είδε μου είπε πως μέσα στο γενικό χαμό του φάνηκε ότι τον είδε, να μπαίνει σε σωστική λέμβο αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος. Καρδιοχτυπάμε, όλοι μας… Φυσικά και τρέμουμε και μόνο στην ιδέα να έχει χαθεί. Τι να σας πω, αυτά τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά είναι εφιάλτης για εμάς, περιμένουμε από κάπου μάταια όλες αυτές τις μέρες κάτι να μας πούνε, κάτι να ακούσουμε, κάτι να μάθουμε. Τίποτα. Πήγα να δω μήπως και ήταν στο ελικόπτερο που μετέφερε τους επιβάτες στην Ελευσίνα. Τίποτα. Κανείς δεν ήξερε, κανείς δε μπορούσε να μου πει κάτι. Η θεία μου, η γυναίκα του έχει από εκείνη την ημέρα να κοιμηθεί, δε μπορεί να ηρεμήσει, πώς να ηρεμήσει, το καταλαβαίνεις, ο άνθρωπός της αγνοείται… Και κανείς δεν της λέει τι έγινε», καταλήγει ο ανιψιός του Γιάννη Σοφού.
protothema